ουρανόχρους

ουρανόχρους
ους , ουν , ούρανύς, ιά, ύ небесно-голубой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ουρανόχρους" в других словарях:

  • ουρανόχρους — ουν (Α οὐρανόχρους, ουν και οος, οον και οὐρανόχρως, ων) αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα τού ουρανού, γαλάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσό χρους)] …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοχρώματος — οὐρανοχρώματος, ον (Α) ουρανόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + χρῶμα, ατος] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόχρωμος — η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + χρώμα] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόχρως — οὐρανόχρως, ων (Α) βλ. ουρανόχρους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»